- Καρελιανός
- ο, θηλ. -ήο κάτοικος τής Καρελίας, αυτόνομης δημοκρατίας τής ΕΣΣΔ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρελιανός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καρελία ή στους κατοίκους της («καρελιανή γλώσσα») … Dictionary of Greek